- Ινδοστάν
- Βλ. λ. Ινδουστάν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
επιγραφική — Επιστημονικός κλάδος της ιστορίας και της αρχαιολογίας ο οποίος ασχολείται με τις αρχαίες και μεσαιωνικές επιγραφές που είναι γραμμένες, με διάφορους τρόπους, πάνω σε σκληρό υλικό (πέτρα, μάρμαρο, μέταλλο, πηλός κλπ.). Από τη γενική αυτή κατάταξη … Dictionary of Greek
Ιμαλάια — (Himalayas). Μεγάλη ορεινή αλυσίδα της νοτιοκεντρικής Ασίας, η ψηλότερη της Γης. Η ονομασία είναι σανσκριτικής προέλευσης· οι λέξεις himaalaya σημαίνουν κατοικία των χιονιών. Τα Ι. διαγράφουν ένα τόξο μήκους περίπου 2.500 χλμ. και πλάτους 200 χλμ … Dictionary of Greek
Μπαμπέρ, Ζαχίρ αντ-Ντιν Μουχάματ — (1483 – Άγκρα 1530). Ιδρυτής της δυναστείας των Μογγόλων των Ινδιών. Απόγονος του Ταμερλάνου και του Τζένγκις Χαν, είχε εκδιωχτεί από τους συγγενείς του, που είχαν σφετεριστεί το βασίλειο της Υπερωξιανής, το οποίο του ανήκε κληρονομικά· τέθηκε… … Dictionary of Greek
Ναδίρ Σαχ — (Shah Nadir, Καλάτ, Κχοραστάν 1688 – 1747). Βασιλιάς της Περσίας. Από ταπεινή οικογένεια, μπήκε στην υπηρεσία του βασιλιά Ταμ χάσπ B’ και κατατρόπωσε τους Αφγανούς (1732) που είχαν εισβάλει στη χώρα. Όταν έγινε αρκετά ισχυρός, εκθρόνισε τον… … Dictionary of Greek
Ταβόρα, Ιζαμπέλ — (Tavora, 1718 – 1759). Πορτογαλίδα, σύζυγος του πολιτικού Φραγκίσκου, ο οποίος διετέλεσε αντιβασιλιάς στο Ινδοστάν. Πολυμήχανη γυναίκα, ανακατευόταν στην πολιτική και συνδεόταν με τον κλήρο. Ζήτησε από τον βασιλιά της Πορτογαλίας Ιωσήφ A’ την… … Dictionary of Greek